- ἐριπτοίητος
- ἐριπτοίητοςmuch scaredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εριπτοίητος — ἐριπτοίητος, ον (Α) αυτός που πτοείται, που φοβάται υπερβολικά, ο έντρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. πρόθημα ερι + πτοητός (< πτοώ)] … Dictionary of Greek
ἐριπτοίητον — ἐριπτοίητος much scared masc/fem acc sg ἐριπτοίητος much scared neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek